11 Δεκεμβρίου 2010


Να φέρουμε τη βραδύτητα στο σχολείο;

Γιώργος Μαυρογιώργος 
*Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠ Κύπρου


Μήπως στο σχολείο αναπτύσσουμε ταχύτητα για να μην πλησιάζουμε το άγνωστο; Μήπως τρέχουμε για να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε; Μήπως βιαζόμαστε για να μη σκεφτόμαστε;

 
Συνήθως, όταν τίθεται ζήτημα εισαγωγής και υποστήριξης εκπαιδευτικών καινοτομιών και νέων αναλυτικών προγραμμάτων, αναδεικνύονται, συχνά, πολλά εμπόδια και δυσκολίες, που έχουν να κάνουν με τη διάθεση χρόνου, τόσο από τη μεριά των εκπαιδευτικών όσο και από την πλευρά των μαθητών. Το ωρολόγιο πρόγραμμα ,άλλωστε, αποτυπώνει τη διάθεση και τη χρήση του σχολικού χρόνου. Μαθήματα και επιστημονικές ενώσεις εκπαιδευτικών ερίζουν στην αναδιάρθρωση του διαθέσιμου χρόνου. Διεκδικούν χρόνο στο πρόγραμμα. Θα αναδείξουμε τις παγίδες ορισμένων παραδοχών και Θα αναζητήσουμε ενδεχόμενες ιδέες που έχουν να κάνουν με μια εναλλακτική διευθέτηση του σχολικού χρόνου.

Το πλαίσιο οργάνωσης της σχολικής ζωής (κοινωνική σύνθεση, υποχρεωτική φοίτηση, υποχρεωτικό πρόγραμμα, διδασκαλία τάξης κ.τ.ο.) υποδηλώνει ότι οι εκπαιδευτικοί δε μπαίνουν απλώς στην αίθουσα διδασκαλίας για να κάνουν το μάθημα που θα είναι ενδιαφέρον και σημαντικό σε μια τάξη από διψασμένους για μάθηση μαθητές. Αυτά που συνήθως συναντάμε είναι προβλήματα οργάνωσης, συμμετοχής, διευθέτησης, ελέγχου, πειθαρχίας, κ.α. και εκπαιδευτικούς να προσφεύγουν σε διάφορες τεχνικές θετικής ή αρνητικής ενίσχυσης για να προκαλούν τη συμμετοχή όσων αποσύρονται ή αρνούνται να παρακολουθήσουν. Συνήθως, οι εκπαιδευτικοί αναφέρονται στην «τυραννία» του χρόνου και της διδακτέας ύλης.
Οι κυρίαρχες παραδοχές για τη «διαχείριση» του χρόνου

Στις εκπαιδευτικές πολιτικές των χωρών-μελών της ΕΕ παρατηρείται μια τάση για επέκταση του γραφειοκρατικού ελέγχου, την τυποποίηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών και την εμπορευματοποίηση του χρόνου. Έχει ήδη σημειωθεί αλλαγή στον τρόπο μέτρησης του σχολικού χρόνου: ο χρόνος δε μετριέται με βάση τη δουλειά που είναι να γίνει. Η σχολική εργασία μετριέται με βάση το χρόνο που διατίθεται. Από την εποχή που η έγκαιρη προσέλευση έγινε δεκτή ως "φυσική" αξία και αρετή, ο χρόνος έγινε εμπόρευμα το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαχείρισης, κατακερματισμού και αγοραπωλησίας. Έγινε μετρήσιμος, αντικειμενικοποιημένος και απόμακρος από τη ζωή των ανθρώπων.
Ο χρόνος χρησιμοποιείται από τους διαχειριστές για να ποσοτικοποιούν και να μετρούν την εργασία των μαθητών/τριών. Με αυτόν τον τρόπο οι παιδαγωγικές και κοινωνικές σχέσεις γίνονται εμπορευματικές.
Η εκπαίδευση προβάλλεται ως καταναλωτικό αγαθό που αγοράζεται με συγκεκριμένο αντίτιμο για συγκεκριμένο χρόνο.
Είναι ο χρόνος που αγοράζεται ή πουλιέται παρά συγκεκριμένη εμπειρία, διαδικασία ή αποτέλεσμα. Έτσι, η εκπαιδευτική υπηρεσία προτείνεται ως αντικειμενικοποίηση του χρόνου που διατίθεται.
Τα ίδια τα προγράμματα και τα σχολικά μαθήματα γίνονται διαιρετά/ διακριτά και μετρήσιμα με όρους μονάδας χρόνου. Μια τέτοια αντίληψη, όταν προωθείται και πριμοδοτείται με την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, έχει ως αποτέλεσμα ώστε η εκπαίδευση να βρίσκεται σε αποξενωτική σχέση με τη μάθηση που με τη σειρά της αποχωρίζεται και αποκόπτεται από το μαθητή/τρια μέσω εμπορεύσιμων μονάδων χρόνου.
Χρόνος προετοιμασίας, χρόνος προγραμματισμού, ομαδικός χρόνος, προσωπικός χρόνος κ.α. υπόκεινται σε δραστικές αλλαγές με σαφείς τις τάσεις για συρρίκνωση του λεγόμενου ελεύθερου χρόνου. Αυτή η εξέλιξη στους ορισμούς και τον έλεγχο του χρόνου εκφράζει μια γραμμική και μονοχρονική αντίληψη με πρωταρχικό ενδιαφέρον την αύξηση της παραγωγικότητας, τον περιορισμό της θεωρούμενης «σπατάλης» και την αύξηση του ελέγχου και της υποταγής. Μια τέτοια μονοχρονική και γραμμική προσέγγιση δεν ενδιαφέρεται για τις συγκρούσεις, τις αντιφάσεις και τα διλήμματα που αναδεικνύονται στην κοινωνική τοπογραφία της τάξης όπου εκφράζονται πολυχρονικές εκδοχές.
Πώς να στεγαστεί η έμπνευση για καινοτομία στο σχολείο, κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Η ιδέα που προτείνεται στη συνέχεια μου ήρθε από το βιβλίο «Η βραδύτητα» του Κούντερα. Διαβάζω, λοιπόν:
«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού είναι οι παλιοί αργόσχολοι;
Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλανήτες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; 'Αραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;
Και αλλού:
Υπάρχει κρυφός σύνδεσμος μεταξύ βραδύτητας και μνήμης, μεταξύ ταχύτητας και λήθης. Ας πάρουμε μια όσο το δυνατόν πιο κοινότοπη κατάσταση: κάποιος περπατάει στο δρόμο. Ξαφνικά θέλει να θυμηθεί κάτι, αλλά του διαφεύγει η ανάμνηση. Εκείνη τη στιγμή, μηχανικά, επιβραδύνει το βήμα του. Αντιθέτως, κάποιος που προσπαθεί να ξεχάσει ένα δυσάρεστο περιστατικό που έζησε πριν από λίγο, επιταχύνει εν αγνοία του το βάδισμά του, σαν να θέλει να απομακρυνθεί γρήγορα από κάτι που, χρονικά, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά του...Στα υπαρξιακά μαθηματικά αυτή η εμπειρία παίρνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: Ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης».
Μα, καλά, σκέφτομαι: μήπως στο σχολείο αναπτύσσουμε ταχύτητα για να μη πλησιάζουμε το άγνωστο; Μήπως τρέχουμε για να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε; Μήπως βιαζόμαστε για να μη σκεφτόμαστε; Παντού χρονικές προδιαγραφές: έναρξη, λήξη, διάρκεια, κουδούνι, έγκαιρη προσέλευση, πρωινή ώρα, τελευταία ώρα, διάλειμμα κ.ά. Αρχίζει και τελειώνει κάτι, όχι γιατί ενδιαφέρονται δάσκαλοι και μαθητές, άλλα γιατί ΄χτύπησε κουδούνι.
Ο ΄χρόνος είναι χρήμα΄, ΄χρόνου Φείδου΄ και άλλα! Σε συνθήκες συνωστισμού επιθυμιών, αναγκών και ενδιαφερόντων, σε μια αντιφατική κοινωνική τοπογραφία, εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται σε συγκεκριμένες υποχρεωτικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, τα βιολογικά άτομα μεταμορφώνονται σε ιδεολογικά υποκείμενα με ΄συνείδηση χρόνου΄, σε ένα πλαίσιο ΄πανοπτικής επιτήρησης΄. Για κάθε συγκεκριμένη δραστηριότητα κάθε συγκεκριμένου ατόμου υπάρχει συγκεκριμένος χώρος σε προγραμματισμένη χρονική στιγμή!
Μήπως είναι ώρα να επαναδιαπραγματευτούμε το νόημα του «χαμένου» χρόνου για να μπορούμε να «κατοικούμε» στο χρόνο;
Μια διεργασία που θα μπορούσε να προωθηθεί για τον επαναπροσδιορισμό αυτής της κατάστασης, τουλάχιστον στο επίπεδο της μικροκλίμακας του σχολείου, είναι να ανιχνεύουμε, να καταγράφουμε και να επαναδιαπραγματευόμαστε το νόημα που έχει ο «χαμένος»σχολικός χρόνος για εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες και να δώσουμε το χρόνο πίσω, στους ίδιους, τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική διάσταση, και να διευρύνουμε τη σχετική αυτονομία τους για ό,τι μπορούν να κάνουν μέσα στο χρόνο τους.
Αν μείνουμε προσκολλημένοι στις κρατούσες αντιλήψεις, η τυραννία του σχολικού χρόνου θα μας κρατάει δέσμιους της έμμονης ιδέας για το πόσο και το πότε, σε απόσταση από ερωτήματα του γιατί.
Έχουμε γίνει δρομείς της ταχύτητας στη δράση για να «ολοκληρώνουμε» έγκαιρα τη διδακτέα ύλη, χωρίς να μένει χρόνος για το δρόμο αντοχής του στοχασμού. Η αγωνία της «ολοκλήρωσης» της ύλης εξορίζει τη σοφία και την ηδονή της βραδύτητας.
Η εκπαιδευτική διαδικασία, έτσι κι αλλιώς, είναι οργανωμένη με διευθετήσεις ιεραρχικής κατάταξης, κατανομής και επιλογής της διδακτέας ύλης.
Η σχολική γνώση είναι κοινωνικά επιλεγμένη και επομένως επιλεκτική και "παραδειγματική". Γιατί τόση ομηρία στην έμμονη ιδέα της "ολοκλήρωσης" σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια;
Αφού ο τι ορίζεται ως «διδακτέα ύλη» είναι επιλογή, γιατί τη διδάσκουμε ως τελεσίδικη και οριστική-ολοκληρωμένη εκδοχή γνώσης; Γιατί τόση εμμονή στη μηχανιστική προσήλωση στην εκδοχή γνώσης των σελίδων του εγκεκριμένου σχολικού εγχειριδίου;
Ουσιαστική ανασυγκρότηση των μορφών κατανομής και διευθέτησης του σχολικού χρόνου περνάει μέσα από μια συνολική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης για βαθύτερο εκδημοκρατισμό του περιεχομένου και της μορφής της εκπαίδευσης, με διεύρυνση της σχετικής αυτονομίας και της ενεργού συμμετοχής των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Θέλουμε τη βραδύτητα για να μπορούμε να πλησιάζουμε στο αίνιγμα του νοήματος αυτών που κάνουμε. Στο κάτω-κάτω, όσοι είμαστε στην εκπαίδευση έχουμε ιδιαίτερους λόγους να «σπεύδουμε βραδέως». Η επιβράδυνση δεν είναι απώλεια. Δίνει χώρο στο μυαλό και στην καρδιά που υφαίνουν τη ζωή. Τουλάχιστον, έτσι μπορούμε να αρχίζουμε να διεκδικούμε λιγότερα εμπόδια ανάμεσα στην εργασία και στη ζωή, όπως μας προτείνει ο Ε.Τόμσον (1983) ή να ανακαλύπτουμε «τις χαρές του αργού χρόνου»,όπως μας προτρέπει ο Th. Εriksen (2005 ). Ο σχολικός χρόνος δεν είναι για τους εκπαιδευόμενους, απλώς, χρόνος προετοιμασίας για τη ζωή ούτε είναι ,απλώς, χρόνος εργασίας για τους εκπαιδευτικούς. Είναι χρόνος ζωής...

Βιβλιογραφία
Eriksen, Th. H. (2005) H T
υρρανία της στιγμής: γρήγορoς και αργός χρόνος στην εποχή της πληροφορίας, μετφρ. Α. Σίμογλου, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα..
Κούντερα, Μ., Η Βραδύτητα, Μτφρ. Βελέντζα, Σ., Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας ΑΕ, Αθήνα..
Τόμσον, Ε.Π. (1983) Χρόνος, Εργασία και Βιομηχανικός Καπιταλισμός, Μτφρ. Τομανάς, Β Κατσάνος, Θεσσαλονίκη.